- συννεωτερίζω
- συννεωτερίζω,A join in innovation or sedition, τισι Str.6.4.2;
τῷ τινος νεωτερισμῷ Id.14.5.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῷ τινος νεωτερισμῷ Id.14.5.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συννεωτερίζω — ΜΑ μαζί με άλλους επιχειρώ νεωτερισμούς, κυρίως ανατρεπτικούς («μέγας αἰὼν ἀεὶ ξυννεωτερίζων τοῑς πράγμασι τὰ πολλὰ τῶν καθεστώτων», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νεωτερίζω «επιχειρώ κάτι καινούργιο, επιφέρω νεωτερισμούς»] … Dictionary of Greek
συννεωτερίζοντα — συννεωτερίζω join in innovation pres part act neut nom/voc/acc pl συννεωτερίζω join in innovation pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννεωτερίζειν — συννεωτερίζω join in innovation pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννεωτερίζονται — συννεωτερίζω join in innovation pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννεωτερίζων — συννεωτερίζω join in innovation pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννεωτερίσαντος — συννεωτερίζω join in innovation aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)